αντίθεση

αντίθεση
I
Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O Αριστοτέλης διακρίνει τα αντίθετα σε αντιφατικά και ενάντια. Στα αντιφατικά (έννοιες, κρίσεις) η αλήθεια ή το ψεύδος του ενός συνεπάγεται αναγκαία το αντίστροφο, δηλαδή το ψεύδος ή την αλήθεια του άλλου (π.χ. θνητός-αθάνατος), ενώ στα ενάντια μόνο η αλήθεια του ενός θέτει αναγκαστικά το ψεύδος του άλλου,χωρίς το αντίστροφο να είναι αναγκαίο (π.χ. άσπρο-μαύρο: το άσπρο οπωσδήποτε δεν είναι μαύρο, αλλά ό,τι δεν είναι άσπρο δεν είναι οπωσδήποτε μαύρο). Οι α. είναι προϋπόθεση της κίνησης του γίγνεσθαι, τόσο κατά τον Πλάτωνα όσο και κατά τον Αριστοτέλη, ό,τι όμως κινείται ή γίνεται δεν είναι πραγματικό, πλήρες ον. Οι Ελεάτες, αρνούμενοι την αντικειμενικότητα των α., αρνούνται και την κίνηση. Οι αντινομίες, όπως κυρίως τις καθορίζει ο Καντ, είναι αντίθετες, αλλά και συνυπάρχουν παράλληλα, χωρίς να είναι δυνατή η κατάλυσή τους, εξαιτίας της φύσης της ανθρώπινης νόησης. Όμως ο Ηράκλειτος, o Χέγκελ και η νεότερη διαλεκτική φιλοσοφία θεωρούν τις α. ως αλήθεια και ουσία των όντων. Στις α. ανάγονται η κίνηση και το γίγνεσθαι, που είναι γενικός νόμος των όντων και αντικαθιστά τη μεταφυσική της έσχατης και της ακίνητης αρχής· «διά της εναντιοτροπής ηρμόσθαι τα όντα· γίγνεσθαί τε πάντα κατ’ εναντιότητα» διδάσκει o Ηράκλειτος, ενώ ο Χέγκελ και η μετέπειτα διαλεκτική θεωρούν αναγκαία τη συνύπαρξη αλλά και τη σύγκρουση των αντιθέτων στο εσωτερικό κάθε όντος και φαινομένου, ως προϋπόθεση για το ξεπέρασμά τους μέσα σε μια ανώτερη σύνθεση, ώστε να προκύπτει συνεχής ανέλιξη προς ανώτερες μορφές ύπαρξης. Η άποψη αυτή δίνει βασικό ρόλο –για την ερμηνεία των όντων και των φαινομένων– στην ιστορία τους και οδηγεί συγχρόνως σε μια φιλοσοφική ερμηνεία της ιστορίας.
(Αστρον.) Η θέση δύο ουράνιων σωμάτων όταν αυτά βρίσκονται σε δύο αντιδιαμετρικά σημεία μιας περιφέρειας. Η αποχή τους, δηλαδή η γωνία που σχηματίζεται από τα σημεία πλανήτης-Γη-Ήλιος, είναι τη στιγμή της α. 180°, δηλαδή τα τρία σημεία βρίσκονται επάνω σε μία ευθεία. Στη διάρκεια της α., το ουράνιο σώμα φωτίζεται κατά το μεγαλύτερο δυνατό από τον Ήλιο, π.χ. η πανσέληνος είναι η χρονική στιγμή στην οποία ο Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε α. ως προς τη Γη. Κατά την α., το ουράνιο σώμα ανατέλλει και δύει αντίθετα απ’ ό,τι o Ήλιος. Οι αστρονόμοι προτιμούν να παρατηρούν τα ουράνια σώματα όταν βρίσκονται κοντά στο περιήλιο και σε α., γιατί συνδυάζεται η ελάχιστη ενδιάμεση απόσταση με τη μέγιστη λαμπρότητα του πλανήτη.
II
(antithesis). Επιστημονική ονομασία γένους λεπιδοπτέρων εντόμων της οικογένειας των τορτρικιδών. Το μήκος του σώματός τους φτάνει το 1-1,5 εκ., ενώ το άνοιγμα των φτερών τους τα 2 εκ. H προνύμφη τους αποτελεί μάστιγα για τις καλλιέργειες ορισμένων οπωροφόρων δέντρων και, ιδιαίτερα, των δαμασκηνιών.
* * *
η (AM ἀντίθεσις)
1. η σχέση μεταξύ δύο εννοιών κατά τέτοιο τρόπο ώστε η μία να αποκλείει την άλλη
2. ουσιώδης διαφορά, διάσταση
νεοελλ.
σχήμα λόγου κατά το οποίο ασύμβατες λέξεις ή αντίθετα νοήματα και έννοιες παρατίθενται για να εξάρουν τον λόγο και να δημιουργήσουν εντύπωση
αρχ.
1. αντιστοιχία
2. γραμμ. εναλλαγή γραμμάτων σε μιά λέξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντίθεση — η 1. θέση κάποιου πράγματος απέναντι σ άλλο, ώστε να διακρίνεται η μεταξύ τους διαφορά ή να αποκλείουν το ένα τ άλλο: Υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στα δυο αυτά χρώματα. 2. (λογ.), η σχέση δύο εννοιών ή κρίσεων που αποκλείουν η μια την άλλη, π.χ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”